-
1 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
2 выдвигать
1. (одну деталь из другой) προωθώ, προβάλλω 2. (блок, ящик и т.п.) τραβώσύρω3. (сведения, данные и т.п.) παρουσιάζωπροβάλλωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выдвигать
-
3 выдвинуть
ρ.σ.μ.1. προωθώ•выдвинуть батареи ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό.
|| ύρω, τραβώ, βγάζω έξω•выдвинуть ящик из комода βγάζω έξω το συρτάρι του κομού.
|| προβάλλω, βγάζω μπροστά•выдвинуть левую ногу вперед προβάλλω το αριστερό πόδι.
2. μτφ. προβάλλω, προτείνω• φέρω, προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω•выдвинуть аргументы, φέρω επιχειρήματα•
выдвинуть доказательства προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία•
выдвинуть тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις•
выдвинуть вопрос βάζω (ανακινώ) ζήτημα•
выдвинуть обвинение εγείρω κατηγορία.
3. αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω• προτείνω.1. προβάλλω, βγαίνω μπροστά•из толпы -лся старик μέσα από το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος.
|| εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω.2. αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι.